- κορώνιον
- κορώνιοςwith crumpled hornsmasc/fem acc sgκορώνιοςwith crumpled hornsneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κορώνιος — κορώνιος, ον (Α) [κορώνη] 1. αυτός που έχει καμπύλα κέρατα 2. (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Κορώνιος (ενν. μήν) ονομασία μήνα στην Κνωσό 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ κορώνιον είδος φυτού … Dictionary of Greek